ντερβένι

ντερβένι
το ущелье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ντερβένι" в других словарях:

  • ντερβένι — το βλ. δερβένι …   Dictionary of Greek

  • ντερβένι — το βλ. δερβένι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούρκα — I (λ. λατ.) 1. διχαλωτός πάσσαλος. 2. ζεύγος δοκαριών σε σχήμα κεφαλαίου Τ ή σταυρού. 3. αγχόνη, κρεμάλα: Όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάνα (παροιμ.). 4. η θηλιά του σκοινιού που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό. 5. μτφ., θυμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»